Monday, 26 May 2008

Η γέννηση της Αφροδίτης



Εκείνο το πρωινό, ύστερα απ'τη νύχτα, τρομαγμένη
που πέρασε, με κραυγές, ανησυχία και ταραχή, -
πάλι άνοιξε όλη η θάλασσα και βόγγησε.
Κι όταν το βογγητό σιγά και πάλιν έκλεισε
κι Αρχή απ'τον ουρανό και μέρα ωχρή
έπεσε στων βουβών ψαριών την άβυσσο -:
γέννησε η θάλασσα.

Από ήλιον πρώτο, ο αφρός των μαλλιών έλαμψε
του φαρδιού αιδοίου του κύματος, που σε μιαν άκρη του
στάθηκε η κόρη ταραγμένη, κάθυγρη, λευκή.
Πώς σαλεύει το νέο φύλλο το πράσινο,
που τανυέται κι αργά-αργά ξετυλίγεται,
το σώμα της μες στη δροσιά έτσι ξεδιπλώθηκε,
και στου πρωιού την αύρα την ανέγγιχτη.

Καθαρά, σα φεγγάρια, υψώθηκαν τα γόνατα
κι ανέδυσαν, στα σκέλια, κρόσια σύννεφων•
αδράχτια οι γάμπες ισχνούς ίσκιους έκλωσαν,
τα πόδια τεντώθηκαν και φωτίστηκαν
κ'οι αρμοί έζησαν, καθώς οι λάρυγγες
των μεθυσμένων.

Και το σώμα στης λεκάνης κειτόταν το κύπελλο,
σα νεός καρπός στη φούχτα ενός παιδιού.
Στου αφαλού της τη στενή κούπαν ήτανε
το σκοτάδι όλο της φωτεινής ζωής αυτής και, κάτωθε,
το μικρό κύμα υψωνόταν φωτεινό
κι από τη μέση πάνωθε έρεεν άπαυτα
και, κάπου-κάπου, γινόταν φλοίσβος ήρεμος.
Μ'ακόμη δίχως ίσκιους, τόσο διάφανο,
καθώς συστάδα από σημίδες απριλιάτικη,
κειτότανε το αιδοίο θερμό, κενό και λεύτερο.

Των ώμων ο ζυγός, τώρα πια, εστάθη ο ευκίνητος,
ισορροπώντας, στο ίσιο σώμα πάνωθε,
που, αναβρυτάρι, απ'τη λεκάνη μέσα, ανυψωνότανε
και στους μακρούς βραχίονες, ξαφνικά, έπεσε
και γρήγορα στον πλούσιο των μαλλιών της χείμαρρο.

Πέρασε, αργά πολύ, ύστερα, το πρόσωπο,
απ'το σκοτάδι, που το πύκνωμά του αραίωσε,
σε μια φωτεινήν αίγλην οριζόντια
και, πίσωθέ του, το πηγούνι έκλεισε απότομα.

Τώρα, που σαν αχτίδα απλώθη ο τράχηλος
κι ως μίσχος, που ο χυμός μέσα του υψώνεται,
σαν τους λαιμούς των κύκνων, που γυρεύουνε
τον όχτο, κ' οι βραχίωνες ετανύστηκαν.

Στον σκοτεινό όρθρο του κορμιού τούτου ήρθεν, ύστερα,
σαν αύρα του πρωιού, το πρώτο ανάσασμα.
Στο τρυφερώτατο κλωνάρι του φλεβόδεντρου,
ψίθυρος εσηκώθηκε και το αίμα βάλθηκε
μες στη βαθειά να βουίζει κοίτη του.
Κι ο άνεμος τούτος εδυνάμωσε: ρίχτηκε, τώρα,
ακράτητος στα στήθη τα ολοκαίνουργια,
τα φούσκωσε και μέσα τους εσφίχτηκε, -
έτσι, που, σαν πανιά ολοφούσκωτα, από τ'ανοιχτά,
την κόρη την ανάλαφρη προς το ακρογιάλι σπρώξανε.

Έτσι άραξεν η Θεά στη γη.

Πίσω απ'αυτήν,
που, γρήγορα, μέσα απ'την έφηβη ακτή, βάδιζε,
όλο το πρωί, ανυψώνονταν
τ'άνθη και τα καλάμια, θερμά, τρέμοντας,
σαν από αγκάλιασμα. Κ'εκείνη έφευγε κ'έτρεχε.

Μα, στου μεσημεριού την πιο βαρειά ώρα,
σηκώθηκε, μια φορά ακόμη, η θάλασσα και πέταξε,
στην ίδια μεριά εκείνη, ένα δελφίνι.
Νεκρό, ερυθρό, ανοιγμένο.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

No comments: