Thursday 29 May 2008

Ελεγεία

Στη Μαρίνα Τσβετάγιεβα-Έφρον



Αυτές οι απώλειες στο σύμπαν, Μαρίνα, τα αστέρια που γκρεμίζονται!
Δεν τις αυξάνουμε, όπου κι αν σπεύσουμε να προστεθούμε,
σε όποιο αστέρι! Στο σύνολο όλα ήταν πάντα ζυγισμένα.
Έτσι, όποιος πέφτει, δεν μειώνει τον ιερό αριθμό.
Κάθε πτώση παραίτησης πέφτει στην απαρχή και θεραπεύεται.
Μήπως είναι όλα ένα παιχνίδι, ανταλλαγή ίσου με ίσο,
μια μετατόπιση,
πουθενά ένα όνομα, και πουθενά σχεδόν ένα οικείο κέρδος;
Κύματα, Μαρίνα, εμείς ωκεανός! Βάθη, Μαρίνα, εμείς ουρανός.
Γη, Μαρίνα, εμείς γη, εμείς χίλιες φορές άνοιξη, σαν κορυδαλλοί,
που ένα αναπάντεχο τραγούδι τους εκτοξεύει πέρα απ' το ορατό.
Το αρχίζουμε σαν ύμνο, κι αμέσως γίνεται πιο ισχυρό από μας,
αίφνης το βάρος μας στρέφει εκεί κάτω το τραγούδι μας σε θρήνο.
Θρήνος; Και τί μ' αυτό; Γιατί όχι ένας καινούργιος ύμνος
στραμμένος προς τα κάτω;
Και οι κάτω θεοί θέλουν να τους υμνούμε, Μαρίνα.
Έτσι αθώοι είναι οι θεοί, περιμένουν επαίνους σαν τους μαθητές.
Ας τους υμνήσουμε, αγαπημένη, ας είμαστε απλόχεροι με τους επαίνους.
Δεν μας ανήκει τίποτα. Για λίγο τυλίγουμε το χέρι στους λαιμούς
άκοπων λουλουδιών. Το είδα στον Νείλο, στο Κομόμπο.
Έτσι, Μαρίνα, αρνούνται οι βασιλείς την προσφορά όταν θυσιάζουν.
όπως πηγαίνουν οι άγγελοι και σημαδεύουν τις πόρτες εκείνων
που πρέπει να σωθούν,
έτσι αγγίζουμε κι εμείς το ένα και το άλλο που θυμίζει ευαισθησία.
Αχ, πόσο απόμακροι είμαστε πια, πόσο συγκεχυμένοι, Μαρίνα,
ακόμα και με την πιο εγκάρδια πρόθεση.
Σηματοδότες, τίποτε άλλο.
Αυτή η σιωπηλή δουλειά, που όταν κάποιος από μας
δεν την αντέχει πια και αποφασίζει να αποδράσει,
εκδικείται και σκοτώνει. Γιατί πως έχει δύναμη θανάσιμη,
όλοι το είδαμε στην εσωστρέφεια, στην τρυφερότητά της
και στην παράξενη δύναμη, που από ζώντες
μας κάνει επιζώντες. Ανυπαρξία.

[...]
Εμείς που είμαστε μέρος της περιστροφής
έχουμε πληρωθεί σε ολότητα όπως ο δίσκος του φεγγαριού.
Ακόμα και στη χάση μας, ακόμα και τις εβδομάδες
της αστάθειας
κανείς δεν μας βοήθησε ποτέ να πληρωθούμε, εκτός από
τον μοναχικό μας δρόμο πάνω στην άυπνη γη.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Tuesday 27 May 2008

Μουσική



Μουσική: ίσως των αγαλμάτων ανάσα,
των εικόνων σιωπή. Γλώσσα, όπου οι γλώσσες
τελειώνουν, χρόνος
που, πάνω σ' αφανισμένες καρδιές, κάθετος στέκει.
Συναίσθημα, μα γιατί; Ω εσύ του συναισθήματος
μεταμόρφωση, - αλλά σε τι; Σε τοπίο ήχων.
Ω εσύ, ξένη: Μουσική! Της καρδιάς μας
το άπειρο μεγαλώνεις. Τα βάθη μας είσαι,
που μας διώχνουν,
ξεπερνώντας μας -, ιερέ χωρισμέ: όταν
μας περιβάλλουν τα βάθη μας, σαν γυμνασμένοι
ορίζοντες, σαν άλλες
πλευρές του ανέμου,
αγνές,
γιγάντιες,
ακατοίκητες.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Monday 26 May 2008

Ο Φυλακισμένος



Ι

Το χέρι μου έχει ακόμη μια μονάχα
χειρονομία, και μ' αυτήν αποδιώχνει•
στις παλιές πέτρες πάνω
στάζει υγρασία απ' τους βράχους.

Το πλατάγιασμα αυτό γροικώ μονάχα
κ' η καρδιά μου το βήμα της ταιριάζει
με της στάλας το βήμα
και χάνεται μαζί της.

Πιο γρήγορα να έσταζε, αλήθεια,
ένα ζώο να ερχόταν πάλι, αλήθεια.
Οπουδήποτε φωτεινότερα ήταν -.
Μα τι ξέρουμε εμείς!

ΙΙ

Σκέψου πως ό,τι ουρανός κι άνεμος είναι τώρα,
ό,τι αέρας στο στόμα σου και στο μάτι σου λάμψη,
θα γινότανε πέτρα ως στη μικρή γωνιάν εκείνην
όπου η καρδιά σου και τα χέρια σου είναι.

Κι ό,τι τώρα μέσα σου λέγεται: αύριο,
μετά κι αργότερα και του χρόνου και πιο πέρα, -
μέσα σου πληγή θα γινόταν και γιομάτη πύο
κι όλο θα πυορρούσε και δε θα γιατρευόταν ποτέ πια.

Κι ό,τι μνήμη ήταν θ' αστοχούσε, και το στόμα
το αγαπημένο, που ποτέ δεν γελούσε, θα θωρούσες
να 'ναι κοντά σου, αφρίζοντας από τα γέλια.

Κι ό,τι ήταν Θεός, θα 'ταν ο δεσμοφύλακάς σου μόνο,
που μοχθηρά θα στούπωνε και τη στερνή τρύπα
με το βρώμικο μάτι του. Κι όμως, θα ζούσες.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Τραγούδι



Ω εσύ, που δε σου λέω, πως, τη νύχτα,
κλαίοντας, πλαγιάζω,
που η ύπαρξή σου τρυφερά με κουράζει,
νανούρισμα σα να 'ταν,
ω εσύ, που δε μου λες, αν αγρυπνάς
για χάρη μου: πες μου,
πώς θα μπορούσαμε
να κρατήσουμε μέσα μας
αυτό το μεγαλείο,
αν δεν το 'χαμε διόλου χορτάσει;

Θυμήσου τους εραστές, πόσο
γρήγορα, τις εκμυστηρεύσεις μόλις αρχίσουν,
λεν ψέματα κιόλας.

Μόνον με κάνεις. Μονάχα εσέ μπορώ ν' αλλάξω.
Μια στιγμή εσύ 'σαι, το θρόισμα, ύστερα, είναι πάλι
ή κάποιο άρωμα, που εξατμίστηκε όλο.
Άχ, μες στην αγκαλιά μου όλες τις έχω χάσει•
μόνον εσύ, πάλι και πάλι θα γεννιέσαι:
γιατί ποτέ μου δε σ' αγκάλιασα, σε κρατώ τόσο.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ο Κοιμωμένος

Να κοιμηθώ ακόμη αφήσετέ με... είναι η υποσχεμένη,
στον κοιμώμενο, ανακωχή, σε μακρές μάχες•
στην καρδιά μου, τη σελήνη ανατέλλουσα παραφυλάσσω,
δε θα' χω πια, σε λίγο, τόσο σκοτάδι στην καρδιά μου.

Ω θάνατε πρόσκαιρε, γλυκύτητα που μας τελειώνει,
μέτρο των κορυφών μου, δικαιότατο βάθος,
αθωότητα των χυμών κι αβεβαιότητα όλου του αίματός μου,
σε σένα, στη ρίζα του, ακόμη κι ο φόβος μου φόβος δεν είναι.

Ύπνε, γλυκύτατε Κύριε, να μην ονειρεύομαι κάνε,
τα δάκρυα και το γέλιο μου ανακάτεψε εντός μου•
διαχυμένο άφησέ με, έτσι που η εσώτερη Εύα
να μη βγει στην εχθρική φλόγα της απ' το πλευρό μου.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ερωτικό τραγούδι



Την ψυχή μου πώς να τη συγκρατήσω,
που τη δική σου να μην ταράξει ψυχή;
Πώς να την κάμω σε κάτι τι άλλο να υψωθεί
πάνω από σένα; Θα 'θελα, με ό,τι πια εχάθη,
μες στο σκοτάδι να την ασφαλίσω,
σε μια γωνιά ήρεμη και ξένη, που να μη
δονείται, όταν σου κραδαίνονται τα βάθη.

Ό,τι σ' εσέ κ' εμένα την ταραχή φέρνει,
μαζί μας παίρνει, σαν μια δοξαριά,
που μια φωνήν αφήνει μοναχά,
από δυο χορδές. Σε ποιο όργανο είμαστε δεμένοι;
Και, ποιος παίχτης, ω τραγούδι γλυκό, μας κρατά;

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Προσωπογραφία



Για να μην πέσει, απ' το βαλμένο κατά μέρος
πρόσωπο, κανένας απ' τους μεγάλους της πόνους,
σιγά-σιγά, μέσα απ' τα δράματα, σηκώνει
την όμορφη, πλην μαραμένη πια, ανθοδέσμη
των χαρακτηριστικών της, τη δεμένη
μόλις, μα και σχεδόν λυμένη κιόλας•
μα, κάποτε, καθώς πολυάνθεμο, κυλά και πέφτει
ένα χαμόγελο χαμένο, κουρασμένο.

Και περπατά ήρεμη, και κουρασμένη
περνά, με τα όμορφα τυφλά της χέρια,
που ξέρουν πως ποτέ δε θα το βρίσκαν,

και λέει επινοημένα πράματα, που εντός τους,
τρικλίζει μια οποιαδήποτε, θελημένη, μοίρα,
και της ψυχής της την αίσθηση της δίνει,
σε κάτι τι ασυνήθιστο για να ξεσπάσει:
σαν την κραυγή μιας πέτρας -

κι αφήνει, μ' υψωμένο πηγούνι, όλα τούτα
τα λόγια, ένα προς ένα και πάλι να κυλήσουν
δίχως κανένα μένοντας• γιατί, μήτε ένα, απ' όλα,
με την οδυνηρή δεν είναι μετρημένο
πραγματικότητα, που είναι όλο κι όλο ό,τι έχει,

το έχει της, και που, καθώς ποτήρι δίχως πόδια,
ψηλά, πάνω απ' τη φήμη της να κρατά πρέπει,
κ'έξω από το κατώφλι των βραδιών της.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Το τραγούδι του Αυτόχειρα

Λοιπόν, μια στιγμή ακόμη.
Ας μου κόβουν, πάλι και πάλι, το σκοινί
μικρά κομμάτια.
Τόσο όμορφα, στερνά, είχα ετοιμαστεί,
που είχε κιόλας κάμποση μπει
αιωνιότητα μες στα σωθικά μου.

Το κουτάλι, μου το κρατάτε κοντά
το κουτάλι τη ζωή.
Όχι, θέλω και δε θέλω πια,
αφήσετέ με να ξεράσω τον εαυτό μου.

Το ξέρω, είναι αγαθή κ' είναι μεγάλη
η ζωή, κι ο κόσμος ξέχειλο τσουκάλι,
μα στο αίμα μου, τι τα θέτε, δεν πηγαίνει,
μόνο στην κεφαλή μου που ανεβαίνει.

Άλλους τους θρέφει, εμένα μ' αρρωσταίνει•
κι αυτό, κανείς, εννοείται, δεν το στέργει.
Τουλάχιστον, για χίλια χρόνια,
έχω ανάγκη να τη νηστέψω, τώρα.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Συνάντηση


Σε τέτοιες ώρες, πάμε προς τα κει
κ' επί χρόνια πηγαίνουμε, σε τέτοιες ώρες,
και, κάποτε, βρίσκεται κάποιος, που γροικά, -
κι όλες οι λέξεις έχουν νόημα, τότε.

Μετά, έρχεται η πολυκαρτέρευτη σιωπή,
από μεγάλα αστέρια, σαν τη φαρδειά νύχτα:
σάμπως δυο άνθρωποι στον ίδιο κήπο να φυτρώνουν
και, μες στον χρόνο, ο κήπος τούτος δεν υπάρχει.

Κι όταν κ' οι δυο χωρίζονται, πάνω σ' αυτό,
μένουν καθένας με την πρώτη λέξη μόνος,
θα χαμογελάσουν και μόλις θα γνωρίζει ο ένας τον άλλο,
μα κ' οι δυο θα 'χουν μεγαλώσει πιο πολύ...

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ποιας αναμονής...



Ποιας αναμονής, ποιας
θλίψης είμαστε θύματα,
εμείς που γυρεύουμε ρίμες
για το παγκόσμιο το Ένα;

Το σφάλμα μας ακολουθούμε
πεισματάρηδες πάντα•
μα στ' ανθρώπινα σφάλματα
είναι ένα σφάλμα από μάλαμα

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Μοναξιά



Πλήρη χαδιών τα χέρια
και τρυγητής κανένας.
Να φωνάξουμε τάχα
τους Άγγελους; Αχ, μπρος τους
ο πλούτος μας φτώχεια είναι.
Η φωνή μας, που φεύγει,
δεν είναι πάρεξ ένας
γείτονας θορυβώδης
της αδιαφορίας.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Θυσία



Ω πώς, αφότου σε γνώρισα, μέσα από κάθε
φλέβα, το σώμα μου, μυρίζοντας, ανθίζει•
κοίταξε, πιο λιγνός γίνομαι και πιο ορθός ολοένα
κ' εσύ καρτερείς μόνο -: λοιπόν, ποια 'σαι;

Κοίταξε: σα ν' απομακρύνομαι, νιώθω,
και, ως γέρικο δεντρί, φύλλο το φύλλο χάνω.
Σάμπως καθάριο αστέρι, το γέλιο σου μονάχα
στέκει πάνω από σε κ' ύστερ' από με πάνω.

Όλ' αυτά, που, από τα παιδικά μου χρόνια
δεν πήραν ακόμη όνομα, και σα νερό λάμπουν,
θέλω στον βωμό πάνω να σου τ' αφιερώσω,
που ανάφτηκε απ' τη φλόγα των μαλλιών σου
κι ανάλαφρα, από τα μικρά σου στήθη, εστεφανώθη.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ο ευαγγελισμός εις του ποιμένες



Ε σεις, πλάι στη φωτιά! Το βλέμμα υψώστε!
Προς τα εδώ, σεις, που 'χετε σπουδάσει
τον άνοχθο ουρανό, Αστρομάντεις! Δείτε,
ένα καινούργιο, που ανατέλει τώρα,
είμαι άστρο. Όλη φλογίζεται η ύπαρξή μου
κι αστράφτει τόσο δυνατά, γιομάτη
από φως τόσο αθεώρατο, που δε μου φτάνει
πια το βαθύ στερέωμα. Ν' αφήστε
τη λάμψη μου στην ύπαρξή σας μέσα
να μπει: Ω τα σκοτεινά βλέμματα,
οι σκοτεινές καρδιές, νυχτερινές μοίρες,
που σας γιομίζουν! Ποιμένες, είμαι
τόσο μονάχο μέσα σας! Τον χώρο βρήκα
με μιας. Μην απορείτε: εγώ έχω ρίξει
τη σκιά του μέγα αρτόδεντρου. Το μέλλον,
ω να ξέρατε, άφοβοι, στα πρόσωπα σας,
τα γλαρά, επάνω, πόσο φέγγει τώρα!
Στο δυνατό φως τούτο, θα συμβούνε
πολλά. Σε σας το εμπιστεύομαι, μόνο
γιατί σωπαίνετε• ακόμη, γιατί αμέσως
πιστέψατε, σε σας μιλούν, εδώ, όλα:
μιλεί η φωτιά, μιλεί η βροχή, κι ο δρόμος
των πουλιών κι ο άνεμος, κι ό,τι εσείς είστε
πουθενά δε δεσπόζει μήδε αυξαίνει,
σιτεύοντας από ματαιότητα.
Δεν κρατάτε στου στήθους σας τον χώρο
ανάμεσα, τα πράγματα, μονάχα
για να τα τυραννείτε. Πώς, μέσ' σ' έναν
Άγγελον, η χαρά του κυλά ως ρυάκι,
όμοια το γήινο μέσα σας κινείται.
Κι αν, ξαφνικά, καιγόταν ένας βάτος,
θ'ακούγατε από μέσα σας τον Αιώνιο
να σας φωνάζει, κι αν στα ποίμνιά σας
Χερουβείμ ευδοκούσαν να σιμώσουν,
δε θ' απορούσατε, θα είχατε σκύψει
βαθιά, θα προσκυνούσατε, και τούτο
θα το λέγατε Γη.
Κι αλήθεια, αυτό 'ταν
Κάτι τι νέο θα πρέπει τώρα να είναι,
που γι' αυτό όλο αγωνίζεται η Οικουμένη.
Σαν τη δύσβατη λόχμη για μας είναι
το πώς ο Θεός στο στέρνο μιας παρθένου
νιώθει τον εαυτό του. Της θερμότητάς της
είμαι το φως, που σας οδηγεί τώρα.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Η πείρα του Θανάτου



Την αναχώρηση αυτή, που δε μοιράζεται μαζί μας
τίποτα, δεν την ξέρουμε. Δεν είχαμε λόγο
να θαυμάζουμε, ν'αγαπούμε ή να μισούμε
τον θάνατο, δεν είχαμε παρά ένα στόμα μόνο

τραγικής μάσκας παράξενα παραμορφωμένο.
Γεμάτο ρόλους είναι ακόμη ο κόσμος,
που τους παίζουμε. Αν θέλουμε ν'αρέσουμε, παίζει
κι ο θάνατος, μ' όλο που δεν του αρέσει.

Μα, ως έφευγες, στη σκηνή τούτη, ξάφνου,
μι' αχτίδα πραγματικότητας τρύπωσε, απ'τη χαραμάδα
αυτήν απ' όπου έφευγες: αληθινό ηλιόφως,
πράσινο αληθινού πράσινου, αληθινό δάσος.

Παίζουμε συνεχώς. Απαγγέλλοντας και χειρονομώντας
και, πότε-πότε, ό,τι μάθαμε δύσκολα, με φόβο,
αναιρώντας• μα η τόσο μακρυνή σου
παρουσία, αφαρπασμένη από τον ρόλο μας, μπορεί

να μας ξαφνιάσει, κάποτε, σα γνώση, που, από κείνη
την πραγματικότητα, πάνω μας χαμηλώνει,
έτσι, που, μια στιγμή, παρασυρμένοι, τη ζωή μας
παίζουμε, χωρίς να' χουμε χειροκροτήματα στο νού μας.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ο Κύκνος



Ο μόχθος τούτος, μέσα απ' ότι δεν έγινε ακόμη,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις,
μοιάζει με το άπλαστο βήμα του κύκνου.

Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη του εδάφους
εκείνου, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμήλωμά του μοιάζει-:

στα νερά πάνω, που τον δέχονται γαλήνια
και που, σάμπως μακάρια και σαν περασμένα,
κύμα το κύμα αποτραβιούνται, κάτωθέ του•
ενώ αυτός, άπειρα βέβαιος, άπειρα γαλήνιος,
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγει.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Επιτάφιο του Ποιητή



Ρόδον, ω αγνή αντίρρηση, ηδονή:
ο ύπνος να μην είσαι κανενός, κάτω από τόσα
βλέφαρα.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Το Παιδί



Χωρίς να θέλουν, κοιτάζουνε πολλή ώρα
το παιγνίδι του• φορές-φορές, το στρογγυλό,
που πάει να γίνει, πρόσωπο, απ'το πλάι
φαίνεται ολόκληρο, σαφές, σαν γιομάτη ώρα,

που υψώνεται και χτυπά, στο τέλος.
Μα οι άλλοι, από την κούραση συννεφιασμένοι
κι από τη ζωή νωθροί, δε μετρούν τους χτύπους•

και δεν προσέχουν πώς φέρεται, καθόλου-,

πώς τα φορεί όλα, κ' έπειτα, ακόμη και τώρα,
όταν, μες στα μικρά του ρούχα, κουρασμένο,
σαν σ' αίθουσα αναμονής κάθεται κοντά τους
και τον καιρό του να περιμένει θέλει.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)



Από τη ζωή ενός αγίου

Γνώρισε φόβους, που, κιόλας, η είσοδός τους
σαν θάνατος ήταν - και δεν τους αντέχεις.
Να τους διασχίζει, μάθαινε την καρδιά του,
σιγά-σιγά• σαν γιο τη γαλουχούσε.

Γνώρισε ακατανόμαστες ανάγκες,
ζοφερές και χωρίς, σαν ειρκτήν, όρθρο•
και παράδωσε υπάκουα την ψυχή του,
σαν ήρθε σε ώρα γάμου, να πλαγιάσει

με τον Κύριο κι αρραβωνιαστικό της•
κ' έμεινε μόνος σ' έναν τέτοιο τόπο,
που η μοναξιά του τα πάντα ξεπερνούσε,
κι ούτε ήθελε ποτέ ομιλία ν'ακούσει.

Μα γνώρισε και την ευτυχία, με τον καιρό, -
καθώς κείτεται ακέρια η δημιουργία,
μες στα ίδια του να κείτεται τα χέρια,
τρυφερότητα λίγη, για να νιώθει.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Τανάγρα

Λίγη ψημένη γης, καθώς
από μεγάλο ήλιο ψημένη.
Σα να'ταν η χειρονομία μιας κορασίδας,
που δε θα'χε αυτοστιγμής κιόλας τελειώσει•
δίχως ν'απλώνεται σε κάτι,
δίχως κανένα πράγμα να εννοεί,
από το αίσθημά της κινημένη,
τον εαυτό της μονάχα συγκινώντας,
σαν χέρι πάνω σε μια γούνα.

Υψώνουμε και στριφογυρνούμε
τα είδωλα, το'να μετά το άλλο.
Σχεδόν να εννοήσουμε μπορούμε
για ποιο λόγο αντιστέκονται στον χρόνο, -
μα πρέπει μόνο
πιο βαθειά και θαυμάσια να προσηλωθούμε
σ'εκείνο που ήταν
και να χαμογελάσουμε: λίγο, ίσως,
πιο φανερά, παρ' όσο
πριν ένα χρόνο.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ω, πες, Ποιητή, τι κάνεις;...

Ω πες, Ποιητή, τι κάνεις; - Τραγουδώ.
Μα το άσκημο, το θανάσιμο, εδώ
πώς το δέχεσαι, πώς το υποφέρεις; - Τραγουδώ.
Μα το ανώνυμο, Ανώνυμε, αχ, αυτό,
πώς το φωνάζεις, όμως; - Τραγουδώ.
Μα πώς το δίκιο σου είναι αληθινό,
μ' όποια μορφή και μ' όποιο ρούχο; - Τραγουδώ.
Κ' η γαλήνη κ' η βία, τότε, πως
σε γνωρίζουν όπως τ'άστρο κ'η θύελλα; - Γιατί τραγουδώ.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Η γέννηση της Αφροδίτης



Εκείνο το πρωινό, ύστερα απ'τη νύχτα, τρομαγμένη
που πέρασε, με κραυγές, ανησυχία και ταραχή, -
πάλι άνοιξε όλη η θάλασσα και βόγγησε.
Κι όταν το βογγητό σιγά και πάλιν έκλεισε
κι Αρχή απ'τον ουρανό και μέρα ωχρή
έπεσε στων βουβών ψαριών την άβυσσο -:
γέννησε η θάλασσα.

Από ήλιον πρώτο, ο αφρός των μαλλιών έλαμψε
του φαρδιού αιδοίου του κύματος, που σε μιαν άκρη του
στάθηκε η κόρη ταραγμένη, κάθυγρη, λευκή.
Πώς σαλεύει το νέο φύλλο το πράσινο,
που τανυέται κι αργά-αργά ξετυλίγεται,
το σώμα της μες στη δροσιά έτσι ξεδιπλώθηκε,
και στου πρωιού την αύρα την ανέγγιχτη.

Καθαρά, σα φεγγάρια, υψώθηκαν τα γόνατα
κι ανέδυσαν, στα σκέλια, κρόσια σύννεφων•
αδράχτια οι γάμπες ισχνούς ίσκιους έκλωσαν,
τα πόδια τεντώθηκαν και φωτίστηκαν
κ'οι αρμοί έζησαν, καθώς οι λάρυγγες
των μεθυσμένων.

Και το σώμα στης λεκάνης κειτόταν το κύπελλο,
σα νεός καρπός στη φούχτα ενός παιδιού.
Στου αφαλού της τη στενή κούπαν ήτανε
το σκοτάδι όλο της φωτεινής ζωής αυτής και, κάτωθε,
το μικρό κύμα υψωνόταν φωτεινό
κι από τη μέση πάνωθε έρεεν άπαυτα
και, κάπου-κάπου, γινόταν φλοίσβος ήρεμος.
Μ'ακόμη δίχως ίσκιους, τόσο διάφανο,
καθώς συστάδα από σημίδες απριλιάτικη,
κειτότανε το αιδοίο θερμό, κενό και λεύτερο.

Των ώμων ο ζυγός, τώρα πια, εστάθη ο ευκίνητος,
ισορροπώντας, στο ίσιο σώμα πάνωθε,
που, αναβρυτάρι, απ'τη λεκάνη μέσα, ανυψωνότανε
και στους μακρούς βραχίονες, ξαφνικά, έπεσε
και γρήγορα στον πλούσιο των μαλλιών της χείμαρρο.

Πέρασε, αργά πολύ, ύστερα, το πρόσωπο,
απ'το σκοτάδι, που το πύκνωμά του αραίωσε,
σε μια φωτεινήν αίγλην οριζόντια
και, πίσωθέ του, το πηγούνι έκλεισε απότομα.

Τώρα, που σαν αχτίδα απλώθη ο τράχηλος
κι ως μίσχος, που ο χυμός μέσα του υψώνεται,
σαν τους λαιμούς των κύκνων, που γυρεύουνε
τον όχτο, κ' οι βραχίωνες ετανύστηκαν.

Στον σκοτεινό όρθρο του κορμιού τούτου ήρθεν, ύστερα,
σαν αύρα του πρωιού, το πρώτο ανάσασμα.
Στο τρυφερώτατο κλωνάρι του φλεβόδεντρου,
ψίθυρος εσηκώθηκε και το αίμα βάλθηκε
μες στη βαθειά να βουίζει κοίτη του.
Κι ο άνεμος τούτος εδυνάμωσε: ρίχτηκε, τώρα,
ακράτητος στα στήθη τα ολοκαίνουργια,
τα φούσκωσε και μέσα τους εσφίχτηκε, -
έτσι, που, σαν πανιά ολοφούσκωτα, από τ'ανοιχτά,
την κόρη την ανάλαφρη προς το ακρογιάλι σπρώξανε.

Έτσι άραξεν η Θεά στη γη.

Πίσω απ'αυτήν,
που, γρήγορα, μέσα απ'την έφηβη ακτή, βάδιζε,
όλο το πρωί, ανυψώνονταν
τ'άνθη και τα καλάμια, θερμά, τρέμοντας,
σαν από αγκάλιασμα. Κ'εκείνη έφευγε κ'έτρεχε.

Μα, στου μεσημεριού την πιο βαρειά ώρα,
σηκώθηκε, μια φορά ακόμη, η θάλασσα και πέταξε,
στην ίδια μεριά εκείνη, ένα δελφίνι.
Νεκρό, ερυθρό, ανοιγμένο.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Κυρία σε μπαλκόνι


Ξαφνικά, τυλιγμένη στον άνεμο, βγήκε
φωτεινή, μες στο φως, σάμπως
ανάγλυφη, ενώ η κάμαρα, τώρα, ως λαξευμένη,
γιόμισε, πίσω της, την πόρτα

τη σκοτεινή, σα βάθος δακτυλιολίθου,
που πετά ανταύγειες το διάγραμμά του•
κι όχι, δεν είχε βραδιάσει, λες, πριν βγει έξω,
για ν' αφήσει, πάνω στα κάγκελλα, ακόμη

κάτι απ΄τον εαυτό της, το άγγιγμα μονάχα
των χεριών της, αλαφρότερη ακόμη για να γίνει
και, σαν σπρωγμένη απ' όλα, να πετάξει
απ' τις σειρές των σπιτιών, κατά τα ουράνια.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Pont du carrousel


Ο τυφλός άντρας, που στο γιοφύρι στέκει,
γκρίζος, όπως ορόσημο ανώνημης χώρας,
ίσως είναι το πράγμα, το ίδιο πάντα, απ' όπου
ξεκινά, από μακρυά, η αστρική ώρα
και το ήρεμο των αστερισμών κέντρο.
Γιατί όλα γύρω του γυρνούν και ρέουν και λάμπουν.

Είναι ο ακίνητος Δίκαιος, σε δρόμους
πολλούς, μπερδεμένους, στημένος•
η σκοτεινή είσοδος, που πλάι σ' ένα γένος
επιπόλαιο, οδηγεί στον κάτω κόσμο.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Επικεφαλίδα


Καλά έκαμαν οι πλούσιοι να σωπάσουνε κ' οι ευτυχισμένοι,
κανείς δε θέλει να μάθει τι 'ναι αυτοί ακριβώς.
Μα πρέπει να δειχτούν οι αναγκεμένοι,
πρέπει να πουν: είμαι τυφλός,
ή: μου 'ρθεν η σκέψη αυτό να γίνω,
ή: δε νιώθω καλά πάνω στην γη,
ή: έχω ένα άρρωστο παιδί,
ή: μια που προσαρμόστηκα, θα μείνω...

Κ' ίσως-ίσως δεν είναι μήτε αυτό αρκετό.

Και, γιατί, εξ άλλου, όπως τα πράγματα, όλοι,
ο ένας τον άλλο προσπερνούν, πρέπει να τραγουδήσουν.

Κ' εδώ, καλό τραγούδι ακουεί κανείς ακόμη.

Οι άνθρωποι, φυσικά, παράξενοι είναι. Προτιμούν
ευνούχους, σε παιδικές χορωδίες να γροικούν.

Μα κι ο ίδιος ο Θεός έρχεται και τους ακούει, επί ώρες,
αν οι άλλοι, οι αναγκεμένοι, τον πολυενοχλούν.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ο Τελευταίος



Δεν έχω πατρικό σπίτι
κι ούτε έχω χάσει κανένα•
η μάνα μου, έξω, στον κόσμο,
μ'έχει γεννήσει.
Τώρα δα είμαι στον κόσμο, και πάω
όλο και πιο βαθιά μέσα στον κόσμο,
και την ευτυχία μου και τον πόνο μου έχω,
κ' έχω το κάθε τι μόνος.
Κάποιου είμαι, ωστόσο, ο κληρονόμος.
Άνθισεν η γενιά μου, με τρεις κλώνους,
σ'εφτά πύργους, στο δάσος,
και βαρέθηκα τα οικόσημά της
κ' ήμουν κιόλας πάρα πολύ γέρος• -
κι ό,τι μου άφησαν, κι ό,τι πήρα μόνος,
σε παλιάν εποχή, δίχως πατρίδα έχει μείνει.
Στα χέρια μου πρέπει,
στο στήθος μου πρέπει
να το κρατήσω, ως να πεθάνω.
Γιατί ό,τι αφήνω, κάπου,
μέσα στον κόσμο,
πέφτει,
σάμπως πάνω σε κύμα
να το'χα στήσει.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Το Τραγούδι του Τυφλού


Ω εσείς, οι απ'έξω, είμαι τυφλός, κι αυτό'ναι
μια αντίρρηση, μια αηδία και μια κατάρα,
κάτι καθημερνά βαρύ.
Βάζω το χέρι μου στο μπράτσο της γυναίκας,
στα γκρίζα γκρίζα της, το χέρι μου το γκρίζο,
και μέσα από το μεγαλόπρεπο άδειο με οδηγεί.

Συγκινείστε, παραμερίζετε και φαντάζεστε, ήχο
διάφορο, ότι αναδίνετε, απ'της πέτρας σε πέτρα,
αλλά απατάστε: εγώ μονάχα
ζω και πονώ και κλαίω.
Μια ατέλειωτη κραυγή είναι εντός μου,
και δεν ξέρω, η καρδιά μου
αν φωνάζει ή μήπως τ'άντερά μου.

Γνωρίζετε εσείς τα τραγούδια; Ολότελα σ'αυτόν
τον τόνο, δεν τα'χετε εσείς τραγουδήσει.
Στο ανοιγμένο σας σπίτι, κάθε πρωινό,
το φως το καινούργιο ζεστό φτάνει.
Και για το κάθε πρόσωπο έχετε αίσθηση άλλη
με πολλή προσοχή για να το ξεγελάτε.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ώρα Σοβαρή


Όποιος, τώρα, κλαίει κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία καμιά κλαίει στον κόσμο,
κλαίει για μένα.
*
Όποιος, τώρα, γελά κάπου στην νύχτα,
Δίχως αιτία, γελά μέσα στην νύχτα,
Με περιπαίζει.
*
Όποιος τώρα, πορεύεται κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία πορεύεται μέσα στον κόσμο,
Έρχεται σε μένα.
*
Όποιος, τώρα, πεθαίνει κάπου στον κόσμο,
δίχως αιτία πεθαίνει μες στον κόσμο,
με κοιτάζει.


(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

Ο Θάνατος του Ποιητή


Πλάγιαζε. Κ’ήτανε το ανασηκωμένο πρόσωπό του
χλωμό, κ’εκεί, στα μαξιλάρια τα σκληρά, παρατημένο,
αφ’ότου ο κόσμος κι ότι είναι απ’αυτόν μάθος,
απ’τις αισθήσεις του αρπαγμένος,
στο αμέτοχο ξανάπεσε έτος.

Αυτοί, που έτσι τον είδανε να ζει, δεν ξέραν
πόσο πολύ ήταν Ένα μ’όλα τούτα,
γιατί όλ’αυτά: τα βάθη αυτά, αυτά τα λειβάδια,
και τούτο το νερό, ήτανε το πρόσωπό του.

Ω, το πρόσωπό του όλη η έκταση τούτη ήταν,
που, τώρα ακόμη, πάει σ’αυτόν κι αυτόν γυρεύει·
κ’η μάσκα του, που τρομαγμένη σβήνει τώρα,
είναι απαλή κ’είναι ανοιγμένη, σαν οπώρας
καρδιά, που, στον άνεμο, σαπίζει.

(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)